Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Κοινωνική συνείδηση και η εξέλιξη της, στο διεθνές δίκαιο



Η έννοια της «δημόσιας συνείδησης» και οι «αρχές του ανθρωπισμού» έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου κατά τον τελευταίο αιώνα. Η ασάφεια των όρων, και η έλλειψη ενός σαφούς ορισμού στο πεδίο εφαρμογής, επέτρεψαν μια δημιουργική εφαρμογή των αρχών και έχουν καλλιεργήσει εκτεταμένες ερμηνείες στους κανόνες. Όσον αφορά τον ρόλο της δημόσιας συνείδησης ως προς τις επιταγές της ανθρωπότητας στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, είναι κοινός τόπος ότι οι αρχές του διεθνούς δικαίου των «νόμων της ανθρωπότητας» και οι «επιταγές της δημόσιας συνείδησης» έχουν αποκτήσει ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στα πρώτα στάδια εμφανίζονται ως αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα από τις κατά καιρούς συνθήκες. Ο ρόλος και το περιεχόμενο τους στο διεθνές δίκαιο εξετάστηκαν επίσης και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και από οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενώ παράλληλα επιβεβαιώθηκαν και από τα διεθνή ποινικά δικαστήρια, στη Νυρεμβέργη, κατά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Σήμερα, οι αρχές διεθνούς δικαίου, ισχύουν σε περιόδους τόσο των ένοπλων συγκρούσεων όσο και σε περιόδους ειρήνης.

Ως εκ τούτου, η ύπαρξη μιας δημόσιας συνείδησης που εκφράζει «συναισθήματα της ανθρωπότητας», είναι ένα φαινόμενο που σχεδιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και έχει εκ τότε εμπλουτιστεί αρκετά. Η επιβεβαίωση αυτής της έννοιας διεθνούς δικαίου επιτρέπει την προοδευτική ερμηνεία των διεθνών συμφωνιών από τους δικαστές και τους οργανισμούς των Συνθηκών, σε μια σταθερή εξέλιξη του εθιμικού δικαίου. Η έννοια της δημόσιας συνείδησης, δηλαδή της κοινής γνώμης, ή καλύτερα η φωνή λαού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση των διαπραγματεύσεων των συνθηκών και συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτό, διαμόρφωσε ένα «μεγάλο σώμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου που προέρχεται από τα ανθρώπινα συναισθήματα και έχει ως επίκεντρο την προστασία του ατόμου».

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πράγματι, η διάχυση των δημοκρατικών καθεστώτων σε διάφορες ηπείρους, με παράλληλα τα φαινόμενα της αποαποικιοποίησης, ή, παγκοσμιοποίησης, και ο «μερικός», εκδημοκρατισμός του διεθνούς συστήματος, έγιναν, με την προϋπόθεση ότι η κοινή γνώμη θα έχει έναν θεμελιώδη ρόλο στην εξέλιξη της του διεθνούς δικαίου. Η ανάπτυξη των μέσων ενημέρωσης, παράλληλα με τις τεχνολογικές αλλαγές, ενίσχυσαν περαιτέρω τη δυναμική του φαινομένου. Με τον τρόπο αυτό, η παρουσία της κοινωνίας των πολιτών μετρίασε την έκδοση των αποφάσεων που βασίζονται αποκλειστικά σε κρατικά συμφέροντα, και προωθήθηκαν αποφάσεις που λαμβάνονται στα συμφέροντα των όλων των τομέων της κοινωνίας, που με την σειρά τους άπτονταν των κοινών συμφερόντων και της ανθρωπότητας.

Όσον αφορά την έννοια της ανθρωπότητας, έχει επίσης διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη σύναψη διεθνών συμφωνιών κατά τον περασμένο αιώνα. Η ιστορία του δικαίου των συνθηκών γνώρισε μια σταδιακή αλλαγή. Από διμερείς συμφωνίες που είχαν συναφθεί στο όνομα των εθνικών συμφερόντων, και κυρίως βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, άνθισαν πολυμερείς συνθήκες, σε όλο τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό να διασφαλιστούν τα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας. Η κοινή γνώμη θεωρείται ότι έχει συμβάλει αποφασιστικά πάνω σε αυτό, όπως για παράδειγμα, με την συνομολόγηση της συνθήκης απαγόρευσης, βιολογικών και χημικών όπλων, για τη διαπραγμάτευση της Συνθήκης της Οτάβας του 1997, με την συνθήκη αφοπλισμού που απαγορεύει την ναρκοθέτηση ανάμεσα στα κράτη, και τη συμπερίληψη του πολέμου ως έγκλημα, παράλληλα με την απαγόρευση στρατολόγησης πολέμου και στρατολόγησης παιδιών σε ένοπλες δυνάμεις ή ομάδες, στον Καταστατικό χάρτη της Ρώμης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.

Οι απόψεις της κοινής γνώμης, σχετικά με την έγκριση των συνθηκών συνεπάγεται μονοσήμαντα, ως μια θετική επιρροή της κοινής γνώμης σχετικά με την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, δίδεται μια υπεραπλουστευμένη άποψη της έννοιας της «δημόσιας συνείδησης», η οποία λαμβάνει ως δεδομένο ότι υποστηρίζει μόνο τις θετικές εμφανίσεις της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τις ειρηνικές σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα. Αντίθετα, η δημόσια συνείδηση ​​έχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων και συναισθημάτων που εκφράζεται λ.χ. στις διακρίσεις και το μίσος και τον ρατσισμό, με βάση την εθνική ταυτότητα. Μέχρι τότε, οι ενστάσεις  εκφράζονταν κυρίως από ΜΚΟ, που υποστήριζαν ένθερμα την προστασία, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέρα όμως από το φυλετικό και ρατσιστικό – σημιτικό κίνημα, υπήρξαν κατά περιόδους κινήματα συναλληλίας και αλληλεγγύης, τα οποία αντιστοιχούν στα συμφέροντα της ανθρωπότητας, και θα μπορούσαν να εισέλθουν σε διεθνή διάλογο. Η πολυπλοκότητα ωστόσο των εννοιών και των ορισμών, διακυβεύει έναν βαθύτερο προβληματισμό, προκειμένου η ανθρωπότητα να αντιληφθεί πλήρως την δυνητική αξία αυτών των αρχών.

Κάθε είδος εκδήλωσης συναισθήματος έχει μια ορισμένη επίδραση στις θέσεις και απόψεις που αφορούν τη διεθνή κοινότητα. Για παράδειγμα, σε μια κατάσταση ένοπλης σύρραξης, η αλληλεγγύη, λογικά συνδέεται με τη βία, με τα πιο βάναυσα ένστικτα, και οδηγεί τους ανθρώπους να βλάψουν άλλους ανθρώπους. Ταυτόχρονα, μπορεί να εμπνεύσει την δράση ενάντια στον πόλεμο και τις συνέπειες του. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι μια ενστικτώδης αίσθηση που ίσως να ενέπνευσε την πρώτη ανάπτυξη των νομοθεσιών των ένοπλων συγκρούσεων, με τη δράση τους. Οι πιο ισχυροί ηγέτες μεταπολεμικά τουλάχιστον, είχαν εμπνευστεί από τις ισχυρές εσωτερικές αξίες της δικαιοσύνης.

Κατά τον ίδιο τρόπο, ο αντίκτυπος στην κοινωνία σε αυτά τα ζητήματα είναι διττός. Η συναισθηματική τάση, μπορεί να προωθήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, μπορεί να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και την αμοιβαιότητα στις κοινότητες. Ωστόσο μπορεί επίσης να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε ότι αφορά την αποκλειστικότητα, και για το πώς ανιλαμβάνεται κανείς το ατομικό ή, το συλλογικό συμφέρον, με άλλα λόγια αλληλεγγύη μπορεί να υπάρχει στους πολίτες ενός έθνους μόνο, ή, σε όλους τους πολίτες του κόσμου. Το αίσθημα της συναλληλίας ωστόσο, δεν κατευθύνεται προς οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο ον. Μάλλον, απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, της ίδιας οικογένειας, με την ίδια ταυτότητα. Κατά συνέπεια, συμβάλλει στην οικοδόμηση της διαίρεσης μεταξύ των ανθρώπων και των εθνών. Επιπλέον, δεδομένου ότι το συναίσθημα της αλληλεγγύης, περικλείει κατά ένα τρόπο και την προσήλωση σε ένα δόγμα, ή μια θρησκευτική δοξασία, μπορεί να προωθήσει το θρησκευτικό μίσος ή ακόμα και τον φανατισμό.
Το αίσθημα της συναλληλίας, είναι το μόνο είδος που μπορεί να εμπνεύσει την συμπάθεια προς όλα τα ανθρώπινα όντα, χωρίς προσωπικό συμφέρον, χωρίς διάκριση εθνικότητας, θρησκείας ή οποιουδήποτε άλλου λόγου ταυτότητας. Μπορεί να οριστεί ως η συνείδηση ​​στην οποία αλληλοσυνδέονται, όλα τα άλλα ανθρώπινα όντα. Θα μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον να αισθανθεί και να συλλάβει ότι η ανθρωπότητα έχει κοινά συμφέροντα. Αυτό το αίσθημα έχει συμβάλει και στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Οι θεμελιώδεις έννοιες του διεθνούς δικαίου, όπως «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», και η θεμελιώδης αρχή της ΔΕΕΣ για την ανθρωπότητα και την έννοια της «δημόσιας συνείδησης», διαπνέεται από αυτό το «ανθρωπιστικό συναίσθημα», όπως είναι το αναφαίρετο οικουμενικό δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η οποία είναι η βάση της νομοθεσίας για στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Εν κατακλείδι, τον τελευταίο αιώνα, η δημόσια συνείδηση ​​έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, και μπορεί ακόμα να συμβάλει στην ανάπτυξη της ανθρωπιστικής προστασίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να μην παραγνωριστεί, το ενδεχόμενο αρνητικών εκφάνσεων της δημόσιας συνείδησης και η προώθηση σε μια μόνο συγκεκριμένη πτυχή, δηλαδή, της εξατομίκευσης του, ή να εξετάζεται ένα μέρος της ίδιας της ανθρωπότητας. Αυτή η αντίληψη μέχρι στιγμής προκύπτει και στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, και αποτελεί την βασική προϋπόθεση, επιτρέποντας στους διεθνείς παράγοντες να υποστηρίξουν τις συμφωνίες του διεθνούς δικαίου και, τελικά, να επιδιώκουν τα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας.

https://aninternationallawblog.wordpress.com/2016/02/01/public-conscience-and-the-evolution-of-international-law/


Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Όταν η νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών Δεδομένων δρα ανασταλτικά




Όταν γίνεται λόγος, για την πολιτική και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, και ιδιαίτερα το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο άρθρο 8, του Χάρτη της ΕΕ, το οποίο έχει παραμείνει σταθερά στα πλαίσια του νόμου της ΕΕ κατά τα τελευταία χρόνια. Το δικαίωμα αυτό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, όπου για πρώτη φορά ακυρώθηκε μια διάταξη του παράγωγου δικαίου για ασυμβατότητα με τον Χάρτη, Για πρώτη φορά, μια οδηγία ακυρώθηκε για τους ίδιους λόγους που έχει προταθεί. Ως εκ τούτου το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων της ΕΕ, φαίνεται να μην περιέχει φραγμούς, αφήνοντας πίσω τα νομικά μέσα που δεν πληρούν τις αυστηρές προδιαγραφές του. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των καλά τεκμηριωμένων γεγονότων, αξιοσημείωτες εξελίξεις σημειώθηκαν, στην Ολλανδία το 2015, όπου απαιτήθηκε από το δικαστήριο (ΔΕΚ), να αποσύρει προδικαστική παραπομπή, εξαλείφοντας έτσι την ευκαιρία, από το ίδιο το ΔΕΚ, να αποφανθεί κατά τη διακριτική ευχέρεια των εθνικών αρχών προστασίας των δεδομένων (ΑΠΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, δεσμεύτηκε να παραδώσει μια σειρά από σημαντικές αποφάσεις, σχετικές με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Όσον αφορά, την μεταφορά δεδομένων και το δικαίωμα στην ενημέρωση των υποκειμένων των προσωπικών δεδομένων. Σε αυτή την περίπτωση, ένας εθνικός οργανισμός φορολογικής διοίκησης είχε μεταφέρει τα δεδομένα που αφορούν το δηλωθέν εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων ατόμων στο εθνικό ταμείο ασφάλισης υγείας. Αυτή η μεταφορά των δεδομένων είχε συμβεί χωρίς τη συναίνεση ή τη γνώση των σχετικών ατόμων και για σκοπούς άλλους, από εκείνους για τους οποίους τα δεδομένα, είχαν αρχικά κοινοποιηθεί στην εφορία. Από την άλλη πλευρά, η ρουμανική νομοθεσία επιτρέπει τη διαβίβαση συγκεκριμένων δεδομένων, από δημόσιους φορείς, προς τα ασφαλιστικά ταμεία και δεν προβλέπει ρητά τη μεταβίβαση των δεδομένων που σχετίζονται με το εισόδημα. Το δικαστήριο της ΕΕ κλήθηκε να εξετάσει το κατά πόσον τα προσωπικά δεδομένα που θα μπορούσαν να υποβληθούν σε επεξεργασία από τις αρχές, πλην εκείνων για τους οποίους απευθύνεται, όπου οι εργασίες αυτές να οδηγήσουν αναδρομικά σε οικονομική ζημία. Η «οικονομική απώλεια», δεν έχει καμία σχέση με τη νομιμότητα των πράξεων επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το ΔΕΕ, εξέτασε κατά πόσον οι διατάξεις της οδηγίας 1995, περί Προστασίας Δεδομένων (και στο εξής, οδηγία). Αποκλείουν εθνικά μέτρα που επιτρέπουν τις μεταφορές δεδομένων μεταξύ δημόσιων φορέων και την επακόλουθη επεξεργασία των δεδομένων χωρίς να ενημερώσουν το υποκείμενο των δεδομένων της μεταφοράς και της επεξεργασίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν τα άρθρα 10 και 11 της οδηγίας που ορίζουν το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, καθώς και το άρθρο 13, το οποίο περιορίζει την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αφού διαπιστώθηκε ότι, η μεταβίβαση συνιστούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, προκειμένου να είναι νόμιμο, απαιτείται η μεταφορά των δεδομένων σε νομική βάση (σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας), και έπρεπε να συμμορφώνονται με τις εγγυήσεις για την προστασία των δεδομένων του άρθρου 6 της οδηγίας. Αυτό που είναι εκπληκτικό, είναι πως, η επεξεργασία δεν θα μπορούσε να είναι νόμιμη αν δεν συμμορφωθούν με τα άρθρα 6 και 7, και δεν είναι σαφές από τα γεγονότα αν η μεταφορά δεδομένων συμμορφώθηκε με το άρθρο 6 (1) (β) σχετικά δηλαδή, με την αρχή του περιορισμού του σκοπού. Η αρχή αυτή ορίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να συλλέγονται για «καθορισμένους, ασφαλώς νόμιμους σκοπούς και η μεταγενέστερη επεξεργασία τους πρέπει να συμβιβάζεται με τους σκοπούς αυτούς». Δεν είναι σαφές αν η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για τους σκοπούς της αναγνώρισης, πρέπει να συμβάλλουν στην ασφάλιση της δημόσιας υγείας ή, είναι «ασυμβίβαστη» με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που προβλέπονται για φορολογικούς σκοπούς. Η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της ΕΕ, για το θέμα αυτό μπορεί να αποφανθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στην έννοια του «περιορισμού του σκοπού» ως προς τη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων της ΕΕ.

Το Δικαστήριο ωστόσο, αντί να εκτιμήσει τη συμβατότητα της μεταφοράς δεδομένων μεταξύ δημοσίων αρχών με τα δικαιώματα πληροφόρησης του υποκειμένου και των προσωπικών του δεδομένων (άρθρα 10 και 11), εξέτασε το κατά πόσον η απαλλαγή από τα δικαιώματα αυτά, εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 13. Το Δικαστήριο τόνισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων έχει ρητά το δικαίωμα στην πληροφόρηση σχετικά με τους «αποδέκτες ή, τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων», αν, οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την «διασφάλιση της θεμιτής επεξεργασίας των δεδομένων». Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η δίκαιη απαίτηση επεξεργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 6, εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, με τη σειρά της, επηρεάζει το δικαίωμα του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για πρόσβαση και να διορθώσει τα προσωπικά δεδομένα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 6, ως προς την διασφάλισης «δικαιοσύνης», απαιτείται μια δημόσια διοίκηση, η οποία να ενημερώνει τα υποκείμενα των προσωπικών δεδομένων, για την μεταφορά των δεδομένων τους, σε άλλη δημόσια διοίκηση για περαιτέρω επεξεργασία. Ως εκ τούτου, οι ρουμανικές αρχές δεν πληρούν αυτή την προϋπόθεση, καθώς η ρουμανική νομοθεσία δεν προβλέπει τη μεταφορά των δεδομένων σχετικά με το εισόδημα των ταμείων ασφάλισης υγείας. Το εσωτερικό δίκαιο, ήταν συνεπώς ανεπαρκές, για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 10. Κατά συνέπεια, παρόμοια συλλογιστική εφαρμόστηκε και στο πλαίσιο του άρθρου 11.

Η απόφαση του Δικαστηρίου φαίνεται να στηρίζεται σε μια υπερβολικά αυστηρή ερμηνεία των άρθρων 10 και 11. Η διατύπωση των άρθρων 10 και 11 απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τους αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων, στο μέτρο που αυτές οι συμπληρωματικές πληροφορίες είναι απαραίτητες, για τη διασφάλιση της θεμιτής επεξεργασίας. Η οδηγία ορίζει επίσης ότι η εκτίμηση αυτή γίνεται, καθώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι «ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες συλλέγονται τα δεδομένα». Φαίνεται ότι θα πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες αυτές μόνο όταν υπάρχει αδυναμία να παραχθεί δίκαιο χωρίς αυτά, ωστόσο, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου, η αρχή της επιείκειας στο άρθρο 6 απαιτεί πάντα την παροχή των εν λόγω πληροφοριών. Αυτό το εύρημα είναι επομένως, η γραμματική ερμηνεία της οδηγίας.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε αν το άρθρο 13, θα μπορούσε να απαλλάξει την αποτυχία του, να ενημερώσει τα υποκείμενα των προσωπικών δεδομένων, σχετικά με την μεταφορά μεταξύ των δημοσίων αρχών. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 13(ε), επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν (μεταξύ άλλων), το άρθρο 10, το δικαίωμα δηλαδή, όταν είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη «σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους», συμπεριλαμβανομένων και φορολογικών θεμάτων, ενώ το άρθρο 13(στ), παρέχει μια εξαίρεση, «ελέγχου, επιθεώρησης ή, ρυθμιστικών καθηκόντων που, συνδέονται με την άσκηση της εν λόγω αρχής. Ωστόσο, το Δικαστήριο τόνισε ότι, οι εν λόγω περιορισμοί πρέπει να επιβάλλονται με νομοθετικά μέτρα. Δεδομένου ότι, οι λεπτομερείς διατάξεις που διέπουν τη μεταφορά δεδομένων, καθορίστηκαν σε ένα πρωτόκολλο που έχει συναφθεί μεταξύ της φορολογικής αρχής και του ταμείου υγείας, και όχι σε ένα νομοθετικό μέτρο, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 13, και οι όροι του δεν πληρούνται.

Συνοπτικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, το ταμείο ασφάλισης υγείας, το οποίο έγινε υπεύθυνο επεξεργασίας δεδομένων, αφού έλαβε τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τις φορολογικές αρχές, έκρινε ότι, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας. Το ταμείο υγείας δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί από την απαλλαγή των πληροφοριών, καθώς, οι απαλλαγές δεν προβλέπονται στη ρουμανική νομοθεσία, όπως απαιτείται από την οδηγία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ενημέρωσε το εθνικό δικαστήριο ότι τα άρθρα 10, 11 και 13, της οδηγίας απαγορεύουν τη μεταφορά δεδομένων, όπως και αυτές μεταξύ των φορολογικών γραφείων και των ταμείων ασφάλισης υγείας, ως αποτέλεσμα της αποτυχίας να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων, τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων.







 .