Η έννοια της «δημόσιας
συνείδησης» και οι «αρχές του ανθρωπισμού» έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην
εξέλιξη του διεθνούς δικαίου κατά τον τελευταίο αιώνα. Η
ασάφεια των όρων, και η έλλειψη ενός σαφούς ορισμού στο πεδίο εφαρμογής,
επέτρεψαν μια δημιουργική εφαρμογή των αρχών και έχουν καλλιεργήσει εκτεταμένες
ερμηνείες στους κανόνες. Όσον
αφορά τον ρόλο της δημόσιας συνείδησης ως προς τις επιταγές της ανθρωπότητας
στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, είναι κοινός τόπος ότι οι αρχές του διεθνούς
δικαίου των «νόμων της ανθρωπότητας» και οι «επιταγές της δημόσιας συνείδησης»
έχουν αποκτήσει ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στα
πρώτα στάδια εμφανίζονται ως αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα από τις κατά καιρούς
συνθήκες. Ο ρόλος και το περιεχόμενο τους στο διεθνές δίκαιο εξετάστηκαν επίσης
και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και από οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ενώ παράλληλα επιβεβαιώθηκαν και από τα διεθνή ποινικά δικαστήρια, στη
Νυρεμβέργη, κατά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Σήμερα, οι αρχές διεθνούς
δικαίου, ισχύουν σε περιόδους τόσο των ένοπλων συγκρούσεων όσο και σε περιόδους
ειρήνης.
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη μιας δημόσιας
συνείδησης που εκφράζει «συναισθήματα της ανθρωπότητας», είναι ένα φαινόμενο
που σχεδιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και έχει εκ τότε εμπλουτιστεί αρκετά. Η
επιβεβαίωση αυτής της έννοιας διεθνούς δικαίου επιτρέπει την προοδευτική ερμηνεία
των διεθνών συμφωνιών από τους δικαστές και τους οργανισμούς των Συνθηκών, σε
μια σταθερή εξέλιξη του εθιμικού δικαίου. Η έννοια της δημόσιας συνείδησης,
δηλαδή της κοινής γνώμης, ή καλύτερα η φωνή λαού, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην
προώθηση των διαπραγματεύσεων των συνθηκών και συμβάσεων. Με
τον τρόπο αυτό, διαμόρφωσε ένα «μεγάλο σώμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου που
προέρχεται από τα ανθρώπινα συναισθήματα και έχει ως επίκεντρο την προστασία
του ατόμου».
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, πράγματι, η διάχυση των δημοκρατικών καθεστώτων σε διάφορες ηπείρους,
με παράλληλα τα φαινόμενα της αποαποικιοποίησης, ή, παγκοσμιοποίησης, και ο «μερικός»,
εκδημοκρατισμός του διεθνούς συστήματος, έγιναν, με την προϋπόθεση ότι η κοινή
γνώμη θα έχει έναν θεμελιώδη ρόλο στην εξέλιξη της του διεθνούς δικαίου. Η
ανάπτυξη των μέσων ενημέρωσης, παράλληλα με τις τεχνολογικές αλλαγές, ενίσχυσαν
περαιτέρω τη δυναμική του φαινομένου. Με τον τρόπο αυτό, η παρουσία της
κοινωνίας των πολιτών μετρίασε την έκδοση των αποφάσεων που βασίζονται
αποκλειστικά σε κρατικά συμφέροντα, και προωθήθηκαν αποφάσεις που λαμβάνονται
στα συμφέροντα των όλων των τομέων της κοινωνίας, που με την σειρά τους άπτονταν
των κοινών συμφερόντων και της ανθρωπότητας.
Όσον αφορά την έννοια της
ανθρωπότητας, έχει επίσης διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στη σύναψη διεθνών
συμφωνιών κατά τον περασμένο αιώνα. Η
ιστορία του δικαίου των συνθηκών γνώρισε μια σταδιακή αλλαγή. Από
διμερείς συμφωνίες που είχαν συναφθεί στο όνομα των εθνικών συμφερόντων, και
κυρίως βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας, άνθισαν πολυμερείς συνθήκες, σε όλο
τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,
με σκοπό να διασφαλιστούν τα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας. Η κοινή γνώμη
θεωρείται ότι έχει συμβάλει αποφασιστικά πάνω σε αυτό, όπως για παράδειγμα, με
την συνομολόγηση της συνθήκης απαγόρευσης, βιολογικών και χημικών όπλων, για τη
διαπραγμάτευση της Συνθήκης της Οτάβας του 1997, με την συνθήκη αφοπλισμού που
απαγορεύει την ναρκοθέτηση ανάμεσα στα κράτη, και
τη συμπερίληψη του πολέμου ως έγκλημα, παράλληλα με την απαγόρευση στρατολόγησης
πολέμου και στρατολόγησης παιδιών σε ένοπλες δυνάμεις ή ομάδες, στον
Καταστατικό χάρτη της Ρώμης και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Οι απόψεις της κοινής γνώμης, σχετικά
με την έγκριση των συνθηκών συνεπάγεται μονοσήμαντα, ως μια θετική επιρροή της
κοινής γνώμης σχετικά με την εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Με τον τρόπο αυτό, δίδεται
μια υπεραπλουστευμένη άποψη της έννοιας της «δημόσιας συνείδησης», η οποία
λαμβάνει ως δεδομένο ότι υποστηρίζει
μόνο τις θετικές εμφανίσεις της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τις ειρηνικές
σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα. Αντίθετα,
η δημόσια συνείδηση έχει ένα ευρύ φάσμα απόψεων και συναισθημάτων που
εκφράζεται λ.χ. στις διακρίσεις και το
μίσος και τον ρατσισμό, με βάση την εθνική ταυτότητα. Μέχρι
τότε, οι ενστάσεις εκφράζονταν κυρίως από
ΜΚΟ, που υποστήριζαν ένθερμα την προστασία, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέρα
όμως από το φυλετικό και ρατσιστικό – σημιτικό κίνημα, υπήρξαν κατά περιόδους
κινήματα συναλληλίας και αλληλεγγύης, τα οποία αντιστοιχούν στα συμφέροντα της
ανθρωπότητας, και θα μπορούσαν να εισέλθουν σε διεθνή διάλογο. Η
πολυπλοκότητα ωστόσο των εννοιών και των ορισμών, διακυβεύει έναν βαθύτερο
προβληματισμό, προκειμένου η ανθρωπότητα να αντιληφθεί πλήρως την δυνητική αξία
αυτών των αρχών.
Κάθε είδος εκδήλωσης συναισθήματος
έχει μια ορισμένη επίδραση στις θέσεις και απόψεις που αφορούν τη διεθνή
κοινότητα. Για
παράδειγμα, σε μια κατάσταση ένοπλης σύρραξης, η αλληλεγγύη, λογικά συνδέεται
με τη βία, με τα πιο βάναυσα ένστικτα, και οδηγεί τους ανθρώπους να βλάψουν
άλλους ανθρώπους. Ταυτόχρονα,
μπορεί να εμπνεύσει την δράση ενάντια στον πόλεμο και τις συνέπειες του. Για
παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι μια ενστικτώδης αίσθηση που ίσως να ενέπνευσε
την πρώτη ανάπτυξη των νομοθεσιών των ένοπλων συγκρούσεων, με τη δράση τους. Οι
πιο ισχυροί ηγέτες μεταπολεμικά τουλάχιστον, είχαν εμπνευστεί από τις ισχυρές
εσωτερικές αξίες της δικαιοσύνης.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο αντίκτυπος
στην κοινωνία σε αυτά τα ζητήματα είναι διττός. Η συναισθηματική
τάση, μπορεί να προωθήσει την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, μπορεί να
αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και την αμοιβαιότητα στις κοινότητες. Ωστόσο
μπορεί επίσης να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε ότι αφορά την αποκλειστικότητα,
και για το πώς ανιλαμβάνεται κανείς το ατομικό ή, το συλλογικό συμφέρον, με
άλλα λόγια αλληλεγγύη μπορεί να υπάρχει στους πολίτες ενός έθνους μόνο, ή, σε
όλους τους πολίτες του κόσμου. Το
αίσθημα της συναλληλίας ωστόσο, δεν κατευθύνεται προς οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο
ον. Μάλλον,
απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, της ίδιας οικογένειας, με την
ίδια ταυτότητα. Κατά
συνέπεια, συμβάλλει στην οικοδόμηση της διαίρεσης μεταξύ των ανθρώπων και των
εθνών. Επιπλέον,
δεδομένου ότι το συναίσθημα της αλληλεγγύης, περικλείει κατά ένα τρόπο και την
προσήλωση σε ένα δόγμα, ή μια θρησκευτική δοξασία, μπορεί να προωθήσει το
θρησκευτικό μίσος ή ακόμα και τον φανατισμό.
Το αίσθημα της συναλληλίας, είναι
το μόνο είδος που μπορεί να εμπνεύσει την συμπάθεια προς όλα τα ανθρώπινα όντα,
χωρίς προσωπικό συμφέρον, χωρίς διάκριση εθνικότητας, θρησκείας ή οποιουδήποτε
άλλου λόγου ταυτότητας. Μπορεί
να οριστεί ως η συνείδηση στην οποία αλληλοσυνδέονται, όλα τα άλλα ανθρώπινα
όντα. Θα
μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον να αισθανθεί και να συλλάβει ότι η ανθρωπότητα
έχει κοινά συμφέροντα. Αυτό
το αίσθημα έχει συμβάλει και στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Οι
θεμελιώδεις έννοιες του διεθνούς δικαίου, όπως «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας»,
και η θεμελιώδης αρχή της ΔΕΕΣ για την ανθρωπότητα και την έννοια της «δημόσιας
συνείδησης», διαπνέεται από αυτό το «ανθρωπιστικό συναίσθημα», όπως είναι το
αναφαίρετο οικουμενικό δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια,
η οποία είναι η βάση της νομοθεσίας για στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Εν κατακλείδι, τον τελευταίο
αιώνα, η δημόσια συνείδηση έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του
διεθνούς δικαίου, και μπορεί ακόμα να συμβάλει στην ανάπτυξη της ανθρωπιστικής
προστασίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ωστόσο,
είναι απαραίτητο να μην παραγνωριστεί, το ενδεχόμενο αρνητικών εκφάνσεων της
δημόσιας συνείδησης και η προώθηση σε μια μόνο συγκεκριμένη πτυχή, δηλαδή, της εξατομίκευσης
του, ή να εξετάζεται ένα μέρος της ίδιας της ανθρωπότητας. Αυτή
η αντίληψη μέχρι στιγμής προκύπτει και στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, και
αποτελεί την βασική προϋπόθεση, επιτρέποντας στους διεθνείς παράγοντες να
υποστηρίξουν τις συμφωνίες του διεθνούς δικαίου και, τελικά, να επιδιώκουν τα
κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας.
https://aninternationallawblog.wordpress.com/2016/02/01/public-conscience-and-the-evolution-of-international-law/